Η μουστάρδα, μπορεί να έχει συνδέσει τη γεύση και την χρήση της ως συνοδευτικό με έτοιμα γρήγορα φαγητά, μπάρμπεκιου και για την παρασκευή διάφορων σως, όμως έκανε την εμφάνιση της σε μεγάλα τραπέζια πολύ πριν την εμφάνιση της σε ράφια του σούπερ μάρκετ.
Η μουστάρδα παράγεται από σπόρους σιναπιού οι οποίοι αφού αλεστούν, μετατρέπονται σε μία κίτρινη σκόνη, που σε συνδυασμό με νερό ή ξίδι, μας δίνει τη μουστάρδα. Η χρήση για την ιδιαίτερη, καυτερή και πικάντικη γεύση που δίνει στα φαγητά, χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ακόμη και στη Βίβλο αναφέρονται οι «σπόροι σιναπιού», αφού οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τους χρησιμοποιούσαν για την καρύκευση κρεάτων και ψαριών.
Η πρώτη συνταγή μουστάρδας όπως την ξέρουμε σήμερα, εμφανίστηκε τον 6ο αιώνα και διαδόθηκε στη Βουργουνδία. Ο Πάπας Ιωάννης ΚΒ, στις αρχές του 14ου αιώνα, είχε τόσο μεγάλη αδυναμία στη μουστάρδα που έφτασε στο σημείο να δημιουργήσει για τον πολυαγαπημένο του ανιψιό, την υπηρεσία του “μεγάλου μουσταρδιέρη του πάπα”.
Στα τέλη του 16ου αιώνα στην Ορλεάνη και γύρω στα 1630 στην Ντιζόν, παρασκευάστηκαν και τα πρώτα παράγωγα ξιδιού και μουστάρδας, δημιουργώντας έτσι έναν πρόγονο της γνωστής μουστάρδας “Ντιζόν”. Τον 18ο αιώνα, κάποιος με το όνομα Νεζεόν καθιέρωσε τη συνταγή της «δυνατής» ή «λευκής» μουστάρδας.
Μέσα στους αιώνες η μουστάρδα εξελίχθηκε διαφορετικά από τόπο σε τόπο. Οι διάφοροι λαοί παρασκεύαζαν διάφορα είδη μουστάρδας, ανάλογα με το υγρό που χρησιμοποιούσαν όπως κρασί, νερό, ξίδι και μούστο καθώς και τα διαφορετικά μπαχαρικά. Έτσι φτάσαμε σήμερα να βρίσκουμε μία τεράστια ποικιλία από μουστάρδες, από άσπρες μέχρι σκούρες κίτρινες, γλυκές, πικάντικες, ξινές, αρωματισμένες με φρούτα, με καυτερές πιπεριές, με χυμό πορτοκαλιού ή λεμονιού, με κάππαρη και αντσούγιες ή ακόμη και με μπύρα.