Πολλές φορές μετά από κάποιο δείπνο ακούμε συχνά σαν αιτιολογία στην δυσφορία κάποιου από την υπερβολική ποσότητα φαγητού την έκφραση “έφαγε τον άμπακο”. Ο άμπακος προέρχεται από το γνωστό αριθμητικό όργανο “Άβακας”, πώς όμως φτάσαμε να το τρώμε;
O άμπακος λοιπόν προέρχεται από την αρχαία λέξη “άβαξ”, τον γνωστό αργότερα άβακα, ο οποίος στην πρώιμη μορφή του ήταν μία πινακίδα που πάνω της είχε στρώση άμμου και την χρησιμοποιούσαν για να κάνουν πρόχειρες πράξεις και σχήματα. Αργότερα απέκτησε στρώσεις κεριού σκαλίζοντας επάνω με γραφίδα.
Με την υιοθέτηση της από τα λατινικά η λέξη γίνεται abacus και μετέπειτα από τα ιταλικά abaco φτάνοντας τον 16ο αιώνα να ερμηνεύει την τέχνη των αριθμητικών υπολογισμών. Το 1568 τυπώνεται στην Βενετία το πρώτο ελληνικό βιβλίο πρακτικής αριθμητικής, του Μανουήλου Γλυνζωνίου, με τον μακροσκελή τίτλο “Βιβλίον πρόχειρον τοις πάσι περιέχον την τε πρακτικήν Αριθμητικήν, ή μάλλον ειπείν την λογαριαστικήν, και περί του πώς ευρίσκει έκαστος το άγιον Πάσχα και τέλειον Πασχάλιον αεί και πάντοτε. Και περί ευρέσεως σελήνης εν ποία ημέρα γίνεται η γέννα αυτής”. Το συγκεκριμένο βιβλίο λόγω της χρησιμότητας του κυκλοφόρησε σε πολλές επανεκδόσεις και έμεινε γνωστό με το όνομα “άμπακος” ή ”άμπακας”, καθώς βρίσκουμε και αργότερα τον τίτλο "Άμπακας, ήγουν διδασκαλία Μανουήλ Γλυζωνίου περί αριθμητικής και λογαριαστικής".
Ο άμπακος ήταν ένα ογκώδες και πολυσέλιδο βιβλίο και το να το έχει μελετήσει κανείς ολόκληρο εκείνη την εποχή που η ανάγνωση ήταν κάτι πολύτιμο θεωρούνταν σπουδαίο αγαθό. Έτσι αρχικά βγήκε η φράση “ξέρει τον άμπακο” δείχνοντας το μέγεθος των γνώσεων κάποιου. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε η φράση “του έψαλε τον άμπακο” μεταπηδώντας αργότερα στις εκφράσεις “ήπιε τον άμπακο” και “έφαγε τον άμπακο”, εκφράσεις που δήλωναν το πάρα πολύ και τις συναντάμε συχνά στην ελληνική λογοτεχνία.